- προσανάγω
- Α [ἀνάγω]1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω3. παθ. προσανάγομαιάγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαναγάγετε — προσανάγω carry up to aor imperat act 2nd pl προσανᾱγάγετε , προσανάγω carry up to aor ind act 2nd pl (doric aeolic) προσανάγω carry up to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναχθείσης — προσανάγω carry up to aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναχθέντων — προσανάγω carry up to aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανάγων — προσανάγω carry up to pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσανήχθω — προσανάγω carry up to perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτανάγω — Α (δωρ. τ.) προσανάγω* … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek